Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ἡδονή

См. также в других словарях:

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

  • ηδονή — η 1. συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση επιθυμιών και ορμών: Παραλύω από ηδονή. – Ρίγη ηδονής. – Επιρρεπής στις ηδονές. 2. ευχαρίστηση πνευματική, εσωτερική ικανοποίηση: Αισθάνομαι ηδονή όταν ακούω μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Άιχεντορφ, Γιόζεφ φον- — (Joseph Freiherr von Eichendorff,Λούμποβιτς, Άνω Σιλεσία, 1788 – Νάισε, Άνω Σιλεσία, 1857). Γερμανός ποιητής και πεζογράφος. Ο Ά. ωρίμασε μέσα στο κλίμα του όψιμου ρομαντισμού. Τη ρομαντική εμπειρία –από την οποία πήγασε το νεανικό του… …   Dictionary of Greek

  • Ματίς, Aνρί Εμίλ Μπενουά — (Henri Emile Benoit Matisse, Καμπρεζί 1869 – Νις 1954). Γάλλος ζωγράφος. Ξεκίνησε σπουδές νομικής, κατά τη διάρκεια των οποίων έπαθε σκωληκοειδίτιδα. Την περίοδο της ανάρρωσής του άρχισε να ζωγραφίζει, γεγονός το οποίο τον ώθησε να εγκαταλείψει… …   Dictionary of Greek

  • Ντιφί, Ραούλ — (Raoul Dufy, Χάβρη 1877 – Φορκαλκιέ 1953). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και διακοσμητής, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Το 1900 άρχισε να σπουδάζει στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Λεόν Μπονά, αλλά άντλησε τις… …   Dictionary of Greek

  • τρυφητικός — ή, όν, Α [τρυφητής] 1. επιρρεπής στις ηδονές και τις ασέλγειες, ακόλαστος 2. (για πράγμ.) αυτός που προξενεί απόλαυση και ηδονή …   Dictionary of Greek

  • γλυκύτητα — και γλυκότητα και γλυκότη, η (AM γλυκύτης, Μ και γλυκύτητα και γλυκότης και γλυκότητα) 1. γλυκιά γεύση, γλύκα 2. απόλαυση, ευχαρίστηση 3. γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά μσν. νεοελλ. 1. ερωτική ηδονή 2. ευτυχία 3. ευχάριστο,… …   Dictionary of Greek

  • επιθυμία — και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμια και ἐπιθυμιά και ἀποθυμιά) [επιθυμώ] 1. πόθος, λαχτάρα («με επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ», Σολωμός) 2. ερωτική, σαρκική επιθυμία, πόθος, ηδονή μσν. 1. ανυπομονησία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»